- αποφλοίωση
- ηαφαίρεση ή αποβολή του φλοιού, ξεφλούδισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αποφλοιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποφλοίωση — η το ξεφλούδισμα: Η αποφλοίωση των καρπών γίνεται σήμερα με μηχανές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποφλοιωτήρας — ο η συσκευή με την οποία πραγματοποιείται η αποφλοίωση … Dictionary of Greek
αποφλοιωτικός — ή, ό κατάλληλος για αποφλοίωση … Dictionary of Greek
εκφλοίωση — η η αποφλοίωση, η αφαίρεση τών φλοιών … Dictionary of Greek
μπέρι-μπέρι — (Ιατρ.). Νόσος που προκαλείται από έλλειψη της βιταμίνης Β1 και εκδηλώνεται με διαταραχές του νευρικού συστήματος (πολυνευρίτιδα), του πεπτικού (ανορεξία και δυσκοιλιότητα) και του καρδιοαναπνευστικού (κυκλοφορική ανεπάρκεια). Προέρχεται από τη… … Dictionary of Greek
ξεφλουδίζω — και ξεφλουδώ, άω 1. αφαιρώ τη φλούδα, αποφλοιώνω 2. μέσ. ξεφλουδίζομαι α) αποβάλλω τη φλούδα μου, μού βγάζουν το περίβλημα β) υφίσταμαι αποφλοίωση ή απολέπιση («ξεφλουδίστηκα από τον ήλιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + φλούδα] … Dictionary of Greek
ξεφλούδισμα — το [ξεφλουδίζω] 1. αποφλοίωση 2. απολέπιση … Dictionary of Greek
περιγλυφή — ἡ, ΜΑ [περιγλύφω] αποφλοίωση, απολέπιση, ξεφλούδισμα … Dictionary of Greek
ρασπαδόρος — ο, Ν τεχνολ. μηχανή χονδροειδούς κατασκευής με την οποία γίνεται η αποφλοίωση και η κοπή τών ινών τής αγαύης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. raspador < raspado, μτχ. παρακμ. τού ρ. raspar «ξύνω»] … Dictionary of Greek
τίλη — η, ΝΑ, και τίλα Α καθένα από τα σωματίδια κονιορτού που αιωρείται στον αέρα και το οποίο γίνεται ορατό κυρίως μέσα σε δέσμη ηλιακών ακτίνων νεοελλ. καθένα από τα μόρια κολλοειδούς διαλύματος, το μικήλλιο αρχ. 1. απόρριμμα προερχόμενο από… … Dictionary of Greek